- ψυχοφυσιολογία
- η1. η εξήγηση των φυσικών φαινομένων με τη φυσιολογία.2. μέρος της ψυχολογίας που μελετά τις σχέσεις ψυχής και σώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχοφυσιολογία — η, Ν ιατρ. ψυχιατρική υποειδικότητα που μελετά τον συσχετισμό τής συμπεριφοράς και τών ψυχικών δραστηριοτήτων με τις φυσιολογικές λειτουργίες οι οποίες αποτελούν υπόστρωμα τών εκδηλώσεων αυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
ψυχοφυσιολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοφυσιολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ψυχοφυσιολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχοφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φυσιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ψυχοφυσιολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοφυσιολόγος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με την ψυχοφυσιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)